μολεμένος

μολεμένος
η , ο[ν] заражённый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μολεμένος" в других словарях:

  • αμόλευτος — η, ο [μολεύω] 1. ο μη μολεμένος, αμόλυντος 2. ηθικά αμόλυντος, ενάρετος 3. ανόθευτος, γνήσιος …   Dictionary of Greek

  • μολεύομαι — μολεύομαι, μολεύτηκα, μολεμένος βλ. πίν. 18 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μολεύω — μόλεψα, μολεύτηκα, μολεμένος, μολύνω κάποιον, μεταδίνω ασθένεια: Το παιδί κόλλησε μια αρρώστια από ένα συμμαθητή του και μόλεψε όλη την οικογένεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»